καυλός

καυλός
καυλός, ,
A stem of a plant (opp. στέλεχος, of trees, Thphr.HP1.1.9), Epich.158, Ar.Eq.824 (anap.); κ. σιλφίου ib.894; ἢ σίλφιον ἢ ὀπὸς

ἢ κ. Hp.Acut.37

; called

ἐκ Κυρήνης κ. Hermipp.63.4

;

κ. ἐκ Καρχηδόνος Eub.19

;

κ. Λίβυς Antiph.217.13

, cf. 325;

κράμβης BGU1118.12

(pl., i B.C.), cf. Dsc.2.120, Archig. ap. Gal.13.331.
2 Hom. (only in Il.), spear-shaft,

ἐν καυλῷ ἐάγη δολιχὸν δόρυ Il.13.162

; κατεκλάσθη δ' ἐνὶ καυλῷ ἔγχος ib.608; once of a sword-hilt,

ἀμφὶ δὲ καυλὸν φάσγανον ἐρραίσθη 16.338

.
3 of various tubular structures in animals, πτεροῦ καυλός quill part of a feather, Pl.Phdr.251b, cf. Arist. HA504a31; neck of the bladder, ib.497a20; duct of the penis, ib. 510a26; cervix uteri, ib.510b11; ovipositor of locusts, ib.555b21.
4 shank of a fish-hook, Opp.H.3.148.
II vegetable of the cabbage kind, cole, kail, cauliflower, Alex.127.5, Anaxandr.41.58 (pl.), Eub.7.3 (pl.).
III membrum virile, Hp.Int.14, D.S.32.11, Gal.UP14.12, Ruf.Onom.101, etc. (Cf. Lat.caulus, caulis, Lith. kaáulas 'bone'.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καύλος — καῡλος, το (Μ) βλαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυλός, ὁ, με αλλαγή γένους και αναβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • καυλός — stem masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία …   Dictionary of Greek

  • καυλοί — καυλός stem masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυλούς — καυλός stem masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυλῷ — καυλός stem masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυλόν — καυλός stem masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρόκαυλος — μακρόκαυλος, ον (Α) (για φυτό) αυτός που έχει μακρύ στέλεχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + καυλός (πρβλ. μονό καυλος, πλατύ καυλος)] …   Dictionary of Greek

  • πλαγιόκαυλος — ον, Α (για φυτό) αυτός που έχει καυλούς προς τα πλάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + καυλός (πρβλ. μεγαλό καυλος, πλατύ καυλος)] …   Dictionary of Greek

  • χαμαίκαυλος — ον, Α (για φυτό) χαμαίζηλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + καυλός (πρβλ. λευκό καυλος, πολύ καυλος)] …   Dictionary of Greek

  • αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”